- Ἀσφάλει'
- Ἀσφάλεια , Ἀσφάλειοςneut nom/voc/acc plἈσφάλειε , Ἀσφάλειοςmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσφαλεῖ — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARRAGO — apud Trebellium Pollionem in Gallienis, c. 13. Quô compertô Scythae, factâ carragine, per montem Gessacem fugere sunt conati: apud Graecorum Tacticos καραγὸς, quid sit, ex Procopio discere est, qui facere carraginem, l. 4. dixit τὰς ἁμάξας… … Hofmann J. Lexicon universale
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek